Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιλῆται
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψίλιον
ψιλοβάφος
ψιλογραφέω
ψιλοκέραμος
ψιλόκερως
ψιλοκιθαριστής
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
ψιλόφυτος
View word page
ψιλοκορρέω
to be bald-headed

ShortDef

to be bald-headed

Debugging

Headword:
ψιλοκορρέω
Headword (normalized):
ψιλοκορρέω
Headword (normalized/stripped):
ψιλοκορρεω
IDX:
97961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97962
Key:

Data

{'content': 'to be bald-headed'}