Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψίλαξ2
ψιλῆται
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψίλιον
ψιλοβάφος
ψιλογραφέω
ψιλοκέραμος
ψιλόκερως
ψιλοκιθαριστής
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
ψιλόπλευρον
ψιλοποιέω
ψιλός
ψιλόταπις
ψιλότης
View word page
ψιλοκιθαριστής
one who plays the κιθάρα without singing to it
ShortDef
one who plays the κιθάρα without singing to it
Debugging
Headword:
ψιλοκιθαριστής
Headword (normalized):
ψιλοκιθαριστής
Headword (normalized/stripped):
ψιλοκιθαριστης
IDX:
97960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97961
Key:
Data
{'content': 'one who plays the κιθάρα without singing to it'}