Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιθυριστικός
ψιθυρός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλαξ2
ψιλῆται
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψίλιον
ψιλοβάφος
ψιλογραφέω
ψιλοκέραμος
ψιλόκερως
ψιλοκιθαριστής
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
ψιλόκρανος
ψιλομετρία
View word page
ψίλιον
armlet

ShortDef

armlet

Debugging

Headword:
ψίλιον
Headword (normalized):
ψίλιον
Headword (normalized/stripped):
ψιλιον
IDX:
97955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97956
Key:

Data

{'content': 'armlet'}