Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψιθυρός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλαξ2
ψιλῆται
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψίλιον
ψιλοβάφος
ψιλογραφέω
ψιλοκέραμος
ψιλόκερως
ψιλοκιθαριστής
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
ψιλόκουρος
View word page
ψιλινοποιός
maker of ψίλινοι στέφανοι (made of palm-branches)
ShortDef
maker of ψίλινοι στέφανοι (made of palm-branches)
Debugging
Headword:
ψιλινοποιός
Headword (normalized):
ψιλινοποιός
Headword (normalized/stripped):
ψιλινοποιος
IDX:
97953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97954
Key:
Data
{'content': 'maker of ψίλινοι στέφανοι (made of palm-branches)'}