Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψιθυρός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλαξ2
ψιλῆται
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψίλιον
ψιλοβάφος
ψιλογραφέω
ψιλοκέραμος
ψιλόκερως
ψιλοκιθαριστής
ψιλοκορρέω
ψιλοκόρσης
View word page
ψιλικός
of or for a light-armed soldier

ShortDef

of or for a light-armed soldier

Debugging

Headword:
ψιλικός
Headword (normalized):
ψιλικός
Headword (normalized/stripped):
ψιλικος
IDX:
97952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97953
Key:

Data

{'content': 'of or for a light-armed soldier'}