Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψιθυρός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλαξ2
ψιλῆται
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψίλιον
ψιλοβάφος
ψιλογραφέω
ψιλοκέραμος
ψιλόκερως
ψιλοκιθαριστής
View word page
ψίλαξ2
winged
ShortDef
winged
Debugging
Headword:
ψίλαξ2
Headword (normalized):
ψίλαξ
Headword (normalized/stripped):
ψιλαξ2
IDX:
97950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97951
Key:
Data
{'content': 'winged'}