Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαβοιδῶρ
ἀπαγγελία
ἀπαγγέλλω
ἀπαγγελτήρ
ἀπαγγελτικός
ἄπαγε
ἀπαγελάζω
ἀπάγελος
ἀπαγής
ἀπαγινέω
ἀπαγκυλόω
ἀπαγκωνίζομαι
ἀπαγλαΐζω
ἄπαγμα
ἀπάγνυμαι
ἀπαγοράζω
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
View word page
ἀπαγκυλόω
make crooked
ShortDef
make crooked
Debugging
Headword:
ἀπαγκυλόω
Headword (normalized):
ἀπαγκυλόω
Headword (normalized/stripped):
απαγκυλοω
IDX:
9794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9795
Key:
Data
{'content': 'make crooked'}