Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιαθοπλόκος
ψίαθος
ψιαθώδης
ψιάς
ψίζομαι
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψιθυρός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλαξ2
ψιλῆται
ψιλικός
ψιλινοποιός
ψίλινος
ψίλιον
View word page
ψιθυριστικός
slanderous
ShortDef
slanderous
Debugging
Headword:
ψιθυριστικός
Headword (normalized):
ψιθυριστικός
Headword (normalized/stripped):
ψιθυριστικος
IDX:
97945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97946
Key:
Data
{'content': 'slanderous'}