Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιαθίζομαι
ψιάθιον
ψιαθοπλόκος
ψίαθος
ψιαθώδης
ψιάς
ψίζομαι
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψιθυρός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλαξ2
ψιλῆται
ψιλικός
ψιλινοποιός
View word page
ψιθυρισμός
a whispering
ShortDef
a whispering
Debugging
Headword:
ψιθυρισμός
Headword (normalized):
ψιθυρισμός
Headword (normalized/stripped):
ψιθυρισμος
IDX:
97943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97944
Key:
Data
{'content': 'a whispering'}