Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψιαθηδόν
ψιαθίζομαι
ψιάθιον
ψιαθοπλόκος
ψίαθος
ψιαθώδης
ψιάς
ψίζομαι
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψιθυρός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλαξ2
ψιλῆται
ψιλικός
View word page
ψιθύρισμα
a whispering

ShortDef

a whispering

Debugging

Headword:
ψιθύρισμα
Headword (normalized):
ψιθύρισμα
Headword (normalized/stripped):
ψιθυρισμα
IDX:
97942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97943
Key:

Data

{'content': 'a whispering'}