Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψιά
ψιαθηδόν
ψιαθίζομαι
ψιάθιον
ψιαθοπλόκος
ψίαθος
ψιαθώδης
ψιάς
ψίζομαι
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψιθυρός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
ψίλαξ2
ψιλῆται
View word page
ψιθυρίζω
to whisper, say into the ear
ShortDef
to whisper, say into the ear
Debugging
Headword:
ψιθυρίζω
Headword (normalized):
ψιθυρίζω
Headword (normalized/stripped):
ψιθυριζω
IDX:
97941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97942
Key:
Data
{'content': 'to whisper, say into the ear'}