Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψηχρός
ψήχω
ψιά
ψιαθηδόν
ψιαθίζομαι
ψιάθιον
ψιαθοπλόκος
ψίαθος
ψιαθώδης
ψιάς
ψίζομαι
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψιθυρός
ψίθυρος
ψιλαγία
ψιλάγναφος
View word page
ψίζομαι
weep

ShortDef

weep

Debugging

Headword:
ψίζομαι
Headword (normalized):
ψίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ψιζομαι
IDX:
97939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97940
Key:

Data

{'content': 'weep'}