Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψηφόω
ψήφων
ψηφωτός
ψηχρός
ψήχω
ψιά
ψιαθηδόν
ψιαθίζομαι
ψιάθιον
ψιαθοπλόκος
ψίαθος
ψιαθώδης
ψιάς
ψίζομαι
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψιθυριστικός
ψιθυρός
View word page
ψίαθος
a rush mat
ShortDef
a rush mat
Debugging
Headword:
ψίαθος
Headword (normalized):
ψίαθος
Headword (normalized/stripped):
ψιαθος
IDX:
97936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97937
Key:
Data
{'content': 'a rush mat'}