Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
ψηττοειδής
ψηττόποδες
ψηφάς
ψηφίδιον
ψηφιδοφόρος
ψηφιδώδης
ψηφίζω
ψηφικός
ψήφινος
ψηφίον
ψηφίς
ψήφισις
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφισμός
ψηφιστέον
View word page
ψηφίζω
(mid.) to vote; (act.) to count with pebbles

ShortDef

(mid.) to vote; (act.) to count with pebbles

Debugging

Headword:
ψηφίζω
Headword (normalized):
ψηφίζω
Headword (normalized/stripped):
ψηφιζω
IDX:
97896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97897
Key:

Data

{'content': '(mid.) to vote; (act.) to count with pebbles'}