Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
ψηττοειδής
ψηττόποδες
ψηφάς
ψηφίδιον
ψηφιδοφόρος
ψηφιδώδης
ψηφίζω
ψηφικός
ψήφινος
ψηφίον
ψηφίς
ψήφισις
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
View word page
ψηφιδοφόρος
voting

ShortDef

voting

Debugging

Headword:
ψηφιδοφόρος
Headword (normalized):
ψηφιδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ψηφιδοφορος
IDX:
97894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97895
Key:

Data

{'content': 'voting'}