Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
ψηττοειδής
ψηττόποδες
ψηφάς
ψηφίδιον
ψηφιδοφόρος
ψηφιδώδης
ψηφίζω
ψηφικός
ψήφινος
ψηφίον
View word page
ψῆττα
a plaice, sole, turbot

ShortDef

a plaice, sole, turbot

Debugging

Headword:
ψῆττα
Headword (normalized):
ψῆττα
Headword (normalized/stripped):
ψηττα
IDX:
97889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97890
Key:

Data

{'content': 'a plaice, sole, turbot'}