Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
ψηττοειδής
ψηττόποδες
ψηφάς
ψηφίδιον
ψηφιδοφόρος
ψηφιδώδης
ψηφίζω
ψηφικός
ψήφινος
View word page
ψῆξις
a rubbing down, currying

ShortDef

a rubbing down, currying

Debugging

Headword:
ψῆξις
Headword (normalized):
ψῆξις
Headword (normalized/stripped):
ψηξις
IDX:
97888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97889
Key:

Data

{'content': 'a rubbing down, currying'}