Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
ψηττοειδής
ψηττόποδες
ψηφάς
ψηφίδιον
ψηφιδοφόρος
ψηφιδώδης
ψηφίζω
View word page
ψηνίζω
to Psenize
ShortDef
to Psenize
Debugging
Headword:
ψηνίζω
Headword (normalized):
ψηνίζω
Headword (normalized/stripped):
ψηνιζω
IDX:
97886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97887
Key:
Data
{'content': 'to Psenize'}