Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψήκτρα
ψηκτρίζω
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
ψηττοειδής
ψηττόποδες
ψηφάς
ψηφίδιον
View word page
ψηλαφίνδα
blind-man's-buff
ShortDef
blind-man's-buff
Debugging
Headword:
ψηλαφίνδα
Headword (normalized):
ψηλαφίνδα
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφινδα
IDX:
97883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97884
Key:
Data
{'content': "blind-man's-buff"}