Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψηκτός
ψήκτρα
ψηκτρίζω
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
ψηττοειδής
ψηττόποδες
ψηφάς
View word page
ψηλαφία
touching

ShortDef

touching

Debugging

Headword:
ψηλαφία
Headword (normalized):
ψηλαφία
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφια
IDX:
97882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97883
Key:

Data

{'content': 'touching'}