Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψῆγμα
ψηκτός
ψήκτρα
ψηκτρίζω
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
ψηττοειδής
ψηττόποδες
View word page
ψηλαφητός
that can be felt
ShortDef
that can be felt
Debugging
Headword:
ψηλαφητός
Headword (normalized):
ψηλαφητός
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφητος
IDX:
97881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97882
Key:
Data
{'content': 'that can be felt'}