Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψέφος
ψῆγμα
ψηκτός
ψήκτρα
ψηκτρίζω
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
ψηττοειδής
View word page
ψηλαφητικῶς
by way of feeling

ShortDef

by way of feeling

Debugging

Headword:
ψηλαφητικῶς
Headword (normalized):
ψηλαφητικῶς
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφητικως
IDX:
97880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97881
Key:

Data

{'content': 'by way of feeling'}