Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψηκτός
ψήκτρα
ψηκτρίζω
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
ψῆξις
ψῆττα
View word page
ψηλαφητής
one who feels, a searcher

ShortDef

one who feels, a searcher

Debugging

Headword:
ψηλαφητής
Headword (normalized):
ψηλαφητής
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφητης
IDX:
97879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97880
Key:

Data

{'content': 'one who feels, a searcher'}