Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψεφαυγής
ψεφεννός
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψηκτός
ψήκτρα
ψηκτρίζω
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
ψηνός
View word page
ψηλάφησις
feeling, touching, palpation

ShortDef

feeling, touching, palpation

Debugging

Headword:
ψηλάφησις
Headword (normalized):
ψηλάφησις
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφησις
IDX:
97877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97878
Key:

Data

{'content': 'feeling, touching, palpation'}