Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψέφας
ψεφαυγής
ψεφεννός
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψηκτός
ψήκτρα
ψηκτρίζω
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
ψηνίζω
View word page
ψηλάφημα
a touch, a caress
ShortDef
a touch, a caress
Debugging
Headword:
ψηλάφημα
Headword (normalized):
ψηλάφημα
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφημα
IDX:
97876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97877
Key:
Data
{'content': 'a touch, a caress'}