Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψεφαρός
ψέφας
ψεφαυγής
ψεφεννός
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψηκτός
ψήκτρα
ψηκτρίζω
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
ψηλαφία
ψηλαφίνδα
ψηλαφώδης
ψήν
View word page
ψηλαφάω
to feel
ShortDef
to feel
Debugging
Headword:
ψηλαφάω
Headword (normalized):
ψηλαφάω
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφαω
IDX:
97875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97876
Key:
Data
{'content': 'to feel'}