Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψευστέω
ψεύστης
ψευστία
ψευστικός
ψεφαρός
ψέφας
ψεφαυγής
ψεφεννός
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψηκτός
ψήκτρα
ψηκτρίζω
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψηλαφητέον
ψηλαφητής
ψηλαφητικῶς
ψηλαφητός
View word page
ψῆγμα
that which is rubbed

ShortDef

that which is rubbed

Debugging

Headword:
ψῆγμα
Headword (normalized):
ψῆγμα
Headword (normalized/stripped):
ψηγμα
IDX:
97871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97872
Key:

Data

{'content': 'that which is rubbed'}