Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψευδωμότης
ψευδώμοτος
ψευδώνυμος
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστάζω
ψεύστας
ψευστέω
ψεύστης
ψευστία
ψευστικός
ψεφαρός
ψέφας
ψεφαυγής
ψεφεννός
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψηκτός
ψήκτρα
ψηκτρίζω
View word page
ψευστικός
mendacious
ShortDef
mendacious
Debugging
Headword:
ψευστικός
Headword (normalized):
ψευστικός
Headword (normalized/stripped):
ψευστικος
IDX:
97864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97865
Key:
Data
{'content': 'mendacious'}