Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψευδόχρυσος2
ψευδυποβολιμαῖος
ψεύδω
ψευδωμότης
ψευδώμοτος
ψευδώνυμος
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστάζω
ψεύστας
ψευστέω
ψεύστης
ψευστία
ψευστικός
ψεφαρός
ψέφας
ψεφαυγής
ψεφεννός
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
View word page
ψευστέω
to be a liar, lie, cheat

ShortDef

to be a liar, lie, cheat

Debugging

Headword:
ψευστέω
Headword (normalized):
ψευστέω
Headword (normalized/stripped):
ψευστεω
IDX:
97861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97862
Key:

Data

{'content': 'to be a liar, lie, cheat'}