Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψευδοφίλιππος
ψευδόχριστος
ψευδόχρυσος
ψευδόχρυσος2
ψευδυποβολιμαῖος
ψεύδω
ψευδωμότης
ψευδώμοτος
ψευδώνυμος
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστάζω
ψεύστας
ψευστέω
ψεύστης
ψευστία
ψευστικός
ψεφαρός
ψέφας
ψεφαυγής
ψεφεννός
View word page
ψεῦσμα
a lie, untruth
ShortDef
a lie, untruth
Debugging
Headword:
ψεῦσμα
Headword (normalized):
ψεῦσμα
Headword (normalized/stripped):
ψευσμα
IDX:
97858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97859
Key:
Data
{'content': 'a lie, untruth'}