Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀορτήρ
ἄορτρα
ἀόρχης
ἀοσμία
ἄοσμος
ἀοσσέω
ἀοσσητήρ
ἀοσφόρος
Ἀουεντῖνος
ἀούματα
ἄουτος
ἀοχλησία
ἀόχλητος
ἄοχλος
ἄοψ
ἀπαβοιδῶρ
ἀπαγγελία
ἀπαγγέλλω
ἀπαγγελτήρ
ἀπαγγελτικός
ἄπαγε
View word page
ἄουτος
unwounded, unhurt

ShortDef

unwounded, unhurt

Debugging

Headword:
ἄουτος
Headword (normalized):
ἄουτος
Headword (normalized/stripped):
αουτος
IDX:
9779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9780
Key:

Data

{'content': 'unwounded, unhurt'}