Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδαῖος
ἄδαιτος
ἀδαίτρευτος
ἄδαιτρος
ἄδακρυς
ἀδακρυτί
ἀδάκρυτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδαμαντοπέδιλος
Ἀδάμας
ἀδάμας
ἀδαμαστί
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάνειστος
ἀδάπανος
ἀδάρκη
ἄδαρτος
ἄδασμος
ἄδαστος
View word page
Ἀδάμας
Adamas

ShortDef

Adamas
the untamed, unconquerable: steel, diamond

Debugging

Headword:
Ἀδάμας
Headword (normalized):
ἀδάμας
Headword (normalized/stripped):
αδαμας
IDX:
977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-978
Key:

Data

{'content': 'Adamas'}