Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψευδοκῆρυξ
ψευδοκιννάμωμον
ψευδοκλητεία
ψευδοκλητήρ
ψευδοκόρη
ψευδοκύπειρος
ψευδοκύων
ψευδολήρημα
ψευδολῃστής
ψευδόλιτρος
ψευδολογέω
ψευδολόγημα
ψευδολογία
ψευδολογικός
ψευδολόγος
ψευδόμαντις
ψευδομάριος
ψευδομαρτυρέω
ψευδομαρτυρία
ψευδομαρτύριον
ψευδομαρτυρίου
View word page
ψευδολογέω
to speak falsely, spread false reports
ShortDef
to speak falsely, spread false reports
Debugging
Headword:
ψευδολογέω
Headword (normalized):
ψευδολογέω
Headword (normalized/stripped):
ψευδολογεω
IDX:
97790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97791
Key:
Data
{'content': 'to speak falsely, spread false reports'}