Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀοριστία
ἀόριστος
ἀοριστόω
ἀοριστώδης
ἀόρμητος
ἄορνος
ἀορτέω
ἀορτή
ἀορτήρ
ἄορτρα
ἀόρχης
ἀοσμία
ἄοσμος
ἀοσσέω
ἀοσσητήρ
ἀοσφόρος
Ἀουεντῖνος
ἀούματα
ἄουτος
ἀοχλησία
ἀόχλητος
View word page
ἀόρχης
without ὄρχεις, gelded

ShortDef

without ὄρχεις, gelded

Debugging

Headword:
ἀόρχης
Headword (normalized):
ἀόρχης
Headword (normalized/stripped):
αορχης
IDX:
9771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9772
Key:

Data

{'content': 'without ὄρχεις, gelded'}