Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀοριστέω
ἀοριστία
ἀόριστος
ἀοριστόω
ἀοριστώδης
ἀόρμητος
ἄορνος
ἀορτέω
ἀορτή
ἀορτήρ
ἄορτρα
ἀόρχης
ἀοσμία
ἄοσμος
ἀοσσέω
ἀοσσητήρ
ἀοσφόρος
Ἀουεντῖνος
ἀούματα
ἄουτος
ἀοχλησία
View word page
ἄορτρα
lobes of the lungs

ShortDef

lobes of the lungs

Debugging

Headword:
ἄορτρα
Headword (normalized):
ἄορτρα
Headword (normalized/stripped):
αορτρα
IDX:
9770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9771
Key:

Data

{'content': 'lobes of the lungs'}