Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλινία
ψέλλισμα
ψελλισμός
ψελλιστής
ψελλός
ψελλότης
ψεμμή
ψέξις
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελία
ψευδάγγελος
ψευδαγνοέω
ψευδάγχουσα
ψευδάδελφος
View word page
ψελλιστής
stammerer

ShortDef

stammerer

Debugging

Headword:
ψελλιστής
Headword (normalized):
ψελλιστής
Headword (normalized/stripped):
ψελλιστης
IDX:
97708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97709
Key:

Data

{'content': 'stammerer'}