Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλινία
ψέλλισμα
ψελλισμός
ψελλιστής
ψελλός
ψελλότης
ψεμμή
ψέξις
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελία
ψευδάγγελος
ψευδαγνοέω
ψευδάγχουσα
View word page
ψελλισμός
a pronouncing indistinctly
ShortDef
a pronouncing indistinctly
Debugging
Headword:
ψελλισμός
Headword (normalized):
ψελλισμός
Headword (normalized/stripped):
ψελλισμος
IDX:
97707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97708
Key:
Data
{'content': 'a pronouncing indistinctly'}