Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψεδνότης
ψεῖ
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλινία
ψέλλισμα
ψελλισμός
ψελλιστής
ψελλός
ψελλότης
ψεμμή
ψέξις
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελία
View word page
ψελλίζω
to falter in speech, speak inarticulately
ShortDef
to falter in speech, speak inarticulately
Debugging
Headword:
ψελλίζω
Headword (normalized):
ψελλίζω
Headword (normalized/stripped):
ψελλιζω
IDX:
97704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97705
Key:
Data
{'content': 'to falter in speech, speak inarticulately'}