Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψεδνός
ψεδνότης
ψεῖ
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλινία
ψέλλισμα
ψελλισμός
ψελλιστής
ψελλός
ψελλότης
ψεμμή
ψέξις
ψευδαγγελέω
View word page
ψελιόω
to twine

ShortDef

to twine

Debugging

Headword:
ψελιόω
Headword (normalized):
ψελιόω
Headword (normalized/stripped):
ψελιοω
IDX:
97703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97704
Key:

Data

{'content': 'to twine'}