Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψέγω
ψεδνόθριξ
ψεδνοκάρηνος
ψεδνόομαι
ψεδνός
ψεδνότης
ψεῖ
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλινία
ψέλλισμα
ψελλισμός
ψελλιστής
ψελλός
View word page
ψεκτός
blamed, blameable
ShortDef
blamed, blameable
Debugging
Headword:
ψεκτός
Headword (normalized):
ψεκτός
Headword (normalized/stripped):
ψεκτος
IDX:
97699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97700
Key:
Data
{'content': 'blamed, blameable'}