Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδάϊκτος
ἀδαῖος
ἄδαιτος
ἀδαίτρευτος
ἄδαιτρος
ἄδακρυς
ἀδακρυτί
ἀδάκρυτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδαμαντοπέδιλος
Ἀδάμας
ἀδάμας
ἀδαμαστί
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάνειστος
ἀδάπανος
ἀδάρκη
ἄδαρτος
ἄδασμος
View word page
ἀδαμαντοπέδιλος
on a base of adamant

ShortDef

on a base of adamant

Debugging

Headword:
ἀδαμαντοπέδιλος
Headword (normalized):
ἀδαμαντοπέδιλος
Headword (normalized/stripped):
αδαμαντοπεδιλος
IDX:
976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-977
Key:

Data

{'content': 'on a base of adamant'}