Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαφαρόθριξ
ψαφαρόομαι
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψᾶφιγξ
ψάω
ψέγω
ψεδνόθριξ
ψεδνοκάρηνος
ψεδνόομαι
ψεδνός
ψεδνότης
ψεῖ
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
ψελιόω
View word page
ψεδνός
thin, spare, scanty
ShortDef
thin, spare, scanty
Debugging
Headword:
ψεδνός
Headword (normalized):
ψεδνός
Headword (normalized/stripped):
ψεδνος
IDX:
97693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97694
Key:
Data
{'content': 'thin, spare, scanty'}