Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαφαρία
ψαφαρόθριξ
ψαφαρόομαι
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψᾶφιγξ
ψάω
ψέγω
ψεδνόθριξ
ψεδνοκάρηνος
ψεδνόομαι
ψεδνός
ψεδνότης
ψεῖ
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
View word page
ψεδνόομαι
become bald
ShortDef
become bald
Debugging
Headword:
ψεδνόομαι
Headword (normalized):
ψεδνόομαι
Headword (normalized/stripped):
ψεδνοομαι
IDX:
97692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97693
Key:
Data
{'content': 'become bald'}