Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαυστός
ψαύω
ψαφαρία
ψαφαρόθριξ
ψαφαρόομαι
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψᾶφιγξ
ψάω
ψέγω
ψεδνόθριξ
ψεδνοκάρηνος
ψεδνόομαι
ψεδνός
ψεδνότης
ψεῖ
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
View word page
ψεδνόθριξ
sparse-haired, bald

ShortDef

sparse-haired, bald

Debugging

Headword:
ψεδνόθριξ
Headword (normalized):
ψεδνόθριξ
Headword (normalized/stripped):
ψεδνοθριξ
IDX:
97690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97691
Key:

Data

{'content': 'sparse-haired, bald'}