Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαυστέον
ψαυστός
ψαύω
ψαφαρία
ψαφαρόθριξ
ψαφαρόομαι
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψᾶφιγξ
ψάω
ψέγω
ψεδνόθριξ
ψεδνοκάρηνος
ψεδνόομαι
ψεδνός
ψεδνότης
ψεῖ
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
View word page
ψέγω
to blame, censure
ShortDef
to blame, censure
Debugging
Headword:
ψέγω
Headword (normalized):
ψέγω
Headword (normalized/stripped):
ψεγω
IDX:
97689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97690
Key:
Data
{'content': 'to blame, censure'}