Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀόργητος
ἀορισταίνω
ἀοριστέω
ἀοριστία
ἀόριστος
ἀοριστόω
ἀοριστώδης
ἀόρμητος
ἄορνος
ἀορτέω
ἀορτή
ἀορτήρ
ἄορτρα
ἀόρχης
ἀοσμία
ἄοσμος
ἀοσσέω
ἀοσσητήρ
ἀοσφόρος
Ἀουεντῖνος
ἀούματα
View word page
ἀορτή
arteries
ShortDef
arteries
Debugging
Headword:
ἀορτή
Headword (normalized):
ἀορτή
Headword (normalized/stripped):
αορτη
IDX:
9768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9769
Key:
Data
{'content': 'arteries'}