Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαμμωτός
ψάρ
ψαρομαχία
ψαρός
ψαυκροπόδης
ψαῦσις
ψαῦσμα
ψαυστέον
ψαυστός
ψαύω
ψαφαρία
ψαφαρόθριξ
ψαφαρόομαι
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψᾶφιγξ
ψάω
ψέγω
ψεδνόθριξ
ψεδνοκάρηνος
ψεδνόομαι
View word page
ψαφαρία
dust, dirt
ShortDef
dust, dirt
Debugging
Headword:
ψαφαρία
Headword (normalized):
ψαφαρία
Headword (normalized/stripped):
ψαφαρια
IDX:
97682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97683
Key:
Data
{'content': 'dust, dirt'}