Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀοργησία
ἀόργητος
ἀορισταίνω
ἀοριστέω
ἀοριστία
ἀόριστος
ἀοριστόω
ἀοριστώδης
ἀόρμητος
ἄορνος
ἀορτέω
ἀορτή
ἀορτήρ
ἄορτρα
ἀόρχης
ἀοσμία
ἄοσμος
ἀοσσέω
ἀοσσητήρ
ἀοσφόρος
Ἀουεντῖνος
View word page
ἀορτέω
suspended

ShortDef

suspended

Debugging

Headword:
ἀορτέω
Headword (normalized):
ἀορτέω
Headword (normalized/stripped):
αορτεω
IDX:
9767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9768
Key:

Data

{'content': 'suspended'}