Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαμμοειδής
ψάμμος
ψαμμουργία
ψαμμώδης
ψαμμωτός
ψάρ
ψαρομαχία
ψαρός
ψαυκροπόδης
ψαῦσις
ψαῦσμα
ψαυστέον
ψαυστός
ψαύω
ψαφαρία
ψαφαρόθριξ
ψαφαρόομαι
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψᾶφιγξ
ψάω
View word page
ψαῦσμα
touch, caress
ShortDef
touch, caress
Debugging
Headword:
ψαῦσμα
Headword (normalized):
ψαῦσμα
Headword (normalized/stripped):
ψαυσμα
IDX:
97678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97679
Key:
Data
{'content': 'touch, caress'}