Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαμμόγεως
ψαμμοδύτης
ψαμμοειδής
ψάμμος
ψαμμουργία
ψαμμώδης
ψαμμωτός
ψάρ
ψαρομαχία
ψαρός
ψαυκροπόδης
ψαῦσις
ψαῦσμα
ψαυστέον
ψαυστός
ψαύω
ψαφαρία
ψαφαρόθριξ
ψαφαρόομαι
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
View word page
ψαυκροπόδης
swift-footed
ShortDef
swift-footed
Debugging
Headword:
ψαυκροπόδης
Headword (normalized):
ψαυκροπόδης
Headword (normalized/stripped):
ψαυκροποδης
IDX:
97676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97677
Key:
Data
{'content': 'swift-footed'}